- δάρσις
δάρσις, ἡ, das Abhäuten, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δάρσις, ἡ, das Abhäuten, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δάρσις — δάρσις, η (Α) το γδάρσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέρω. Μτγν. τ. τής ιατρικής ορολογίας που αντιστοιχεί επακριβώς με το αρχ. ινδ. dŕti ] … Dictionary of Greek
δάρσις — δάρσῑς , δάρσις separation of parts united by cellular tissue by tearing fem acc pl (epic doric ionic aeolic) δάρσις separation of parts united by cellular tissue by tearing fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάρσιν — δάρσις separation of parts united by cellular tissue by tearing fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
der-, heavy basis derǝ-, drē- — der , heavy basis derǝ , drē English meaning: to cut, split, skin (*the tree) Deutsche Übersetzung: ‘schinden, die Haut abziehen, abspalten, spalten” Note: Root der , heavy basis derǝ , drē : “to cut, split, skin (*the tree)”… … Proto-Indo-European etymological dictionary
дерть — ж. корчевье , роздерть – то же, также дерть отруби , др. русск. дьрть целина, новь , также завершение, окончание (грам. XV в.; см. Вихман, Mel. Mikkola 345 и сл.), чеш. drt крошево, опилки . От деру. Ср. др. инд. dr̥tiṣ бурдюк, мех , греч.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
δέρνω — (AM δέρω Α και δείρω και δαίρω Μ και δέρνω) χτυπώ, μαστιγώνω, ραβδίζω νεοελλ. Ι. 1. χτυπώ, βασανίζω, ταλαιπωρώ («μεριά μάς δέρνει ο θάνατος, μεριά κι ο γενίτσαρος», Δημοτ. Τραγ.) 2. (για υλικά μαγειρικής, γάλα, αβγά κ.λπ.) αναταράσσω, χτυπώ… … Dictionary of Greek