- δάρατος
δάρατος, ὁ, = ἄρτος ἄζυμος, Ath. III, 110 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δάρατος, ὁ, = ἄρτος ἄζυμος, Ath. III, 110 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δάρατος — δάρατος, ο (Α) 1. είδος ψωμιού στη Θεσσαλία 2. (το ουδ.) δάρατον, το ψωμί ζυμωμένο χωρίς προζύμι 3. (το θηλ. στον πληθ.) δαράται γλυκίσματα που προσφέρονται στις τελετές τού γάμου ή τής καταγραφής τών παιδιών από τη φατρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης… … Dictionary of Greek
Aeolic Greek — For the architectural style, see Aeolic order. Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
δαράται — δάρατον βλ. δάρατος … Dictionary of Greek
δάρατον — bread neut nom/voc/acc sg δάρατος bread masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
der-, heavy basis derǝ-, drē- — der , heavy basis derǝ , drē English meaning: to cut, split, skin (*the tree) Deutsche Übersetzung: ‘schinden, die Haut abziehen, abspalten, spalten” Note: Root der , heavy basis derǝ , drē : “to cut, split, skin (*the tree)”… … Proto-Indo-European etymological dictionary