- δάπανος
δάπανος, ον, dasselbe, verschwenderisch, ἐλπίς Thuc. 5, 103; τινός Ath. II, 52 e Plut. Symp. 1, 6, 4; κόλλοψDiosc. 3 (XII, 42).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δάπανος, ον, dasselbe, verschwenderisch, ἐλπίς Thuc. 5, 103; τινός Ath. II, 52 e Plut. Symp. 1, 6, 4; κόλλοψDiosc. 3 (XII, 42).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δάπανος — δάπανος, ον (Α) 1. δαπανηρός, πολυδάπανος 2. αυτός που έχει την τάση να δαπανά, ο σπάταλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δάπανος που απαντά στον Θουκυδίδη ως επίθετο τής λ. ελπίς και ξαναχρησιμοποιείται από τον Πλούταρχο αποτελεί πιθ. μεταρρηματικό σχηματισμό… … Dictionary of Greek
δάπανος — masc/fem nom sg δαπανηρός lavish masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάπανον — δάπανος masc/fem acc sg δάπανος neut nom/voc/acc sg δαπανηρός lavish masc/fem acc sg δαπανηρός lavish neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαπάνου — δάπανος masc/fem/neut gen sg δαπανηρός lavish masc/fem/neut gen sg δαπανόω expend pres imperat act 2nd sg δαπανόω expend imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαπάνους — δάπανος masc/fem acc pl δαπανηρός lavish masc/fem acc pl δαπανόω expend imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαπάνῳ — δάπανος masc/fem/neut dat sg δαπανηρός lavish masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάπανα — δάπανος neut nom/voc/acc pl δαπανηρός lavish neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάπανοι — δάπανος masc/fem nom/voc pl δαπανηρός lavish masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοδάπανος — η, ο (ΑM μεγαλοδάπανος, ον) αυτός που κάνει μεγάλες δαπάνες, πολυδάπανος νεοελλ. μσν. αυτός που απαιτεί μεγάλες δαπάνες, δαπανηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + δάπανος (< δαπάνη), πρβλ. πολυ δάπανος] … Dictionary of Greek
φιλοδάπανος — ον, Μ σπάταλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + δάπανος (< δαπάνη), πρβλ. πολυ δάπανος] … Dictionary of Greek
ολιγοδάπανος — και λιγοδάπανος, η, ο (Α ὀλιγοδάπανος, ον) αυτός που ξοδεύει λίγα, ολιγοέξοδος, φειδωλός, οικονόμος νεοελλ. αυτός για τον οποίο απαιτείται μικρή δαπάνη, φτηνός, οικονομικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + δαπάνη, πρβλ. πολυ δάπανος] … Dictionary of Greek