δά-πεδον

δά-πεδον

δά-πεδον, τό, der Fußboden; von γῆ und πέδον, Erdboden, δᾶ Nebenform von γῆ, vgl. Δημήτηρ, die Kürze des α in δάπεδον ist Ionisch, vgl. ἀλλοδαπός; nach Einigen von πέδον und δα – = ζα – = διά, vgl. δάσκιος und δαφοινός, sehr ebener, d. h. festgeschlagener, künstlich bereiteter Boden, Estrich, vgl. ἐπίπεδος. – Bei Homer in den Formen δάπεδον und δαπέδῳ ; entschieden = Fußboden eines Zimmers Odyss. 11, 420. 22, 188. 309. 455. 24, 185; von dem künstlich hergerichteten Raume vor Odysseus Hausthüre, πάροιϑεν Ὀδυσσῆος μεγάροιο, ἐν τυκτῷ δαπέδῳ, Odyss. 4, 627. 17, 169; vom freien Felde, in der Unterwelt, Odyss. 11, 577; zweifelhaft, ob Fußboden im Hause, oder vor dem Hause Odyss. 10, 227 ἔνδον γάρ τις καλὸν ἀοιδιάειδάπεδον δ' ἅπαν ἀμφιμέμυκεν; eben so zweifelhaft Iliad. 4, 2 οἱ δὲ ϑεοὶ πὰρ Ζηνὶ καϑήμενοι ἠγορόωντο χρ υσέῳ ἐν δαπέδῳ, μετὰ δέ σφισι πότνια ἥβη νέκταρ ἐῳνοχόει· τοὶ δὲ χρυσέοις δεπάεσσιν δειδέχατ' ἀλλήλους, Τρώων πόλιν εἰσορόωντες – Bei den Folgenden überhaupt = Gegend, Land, τὸ καλὸν Συρίης δ. Posidip. 3 (XII, 131); bes. im plur., Pind N. 7. 34. 10, 28; Aesch. Prom. 831; Eur Hipp. 230; Gaetul 8 (VII. 245); γῆς δ., Erdboden, Ar. Plut. 515. Gew. der Fußboden im Zimmer, Her. 4, 200; Xen. Cyr. 8, 8, 16; vgl. ἔδαφος. – Wo α lang ist, wird besser γάπεδον geschrieben.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πέδον — ground neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέδον — τὸ, Α 1. το έδαφος, η γη 2. (στη δοτ. ως επίρρ.) πέδῳ στο έδαφος, καταγής 3. φρ. α) «Ζηνὸς εὐθαλὲς πέδον» η Νεμέα β) «Παλλάδος κλεινὸν πέδον» η Αθήνα και ιδίως η Ακρόπολη γ) «Λήμνου πέδον» η Λήμνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πέδον ανάγεται στην απαθή βαθμίδα …   Dictionary of Greek

  • πέδω — πέδον ground neut nom/voc/acc dual πέδον ground neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέδοις — πέδον ground neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέδου — πέδον ground neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέδων — πέδον ground neut gen pl πέδων one in fetters masc nom/voc sg πεδάω bind with fetters imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) πεδάω bind with fetters imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέδῳ — πέδον ground neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράσπεδο — το (AM κράσπεδον) 1. το ακρότατο μέρος ενός πράγματος 2. το άκρο υφάσματος, η ούγια, ή ενδύματος, ο γύρος, ο ποδόγυρος (α. «η Φραγκογιαννού ετίναξε τα κράσπεδα τών ενδυμάτων της», Παπαδ. β. «ἥψατο τοῡ κρασπέδου τοῡ ἱματίου αὐτοῡ», ΚΔ) 3. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • οικόπεδο — το (Α οἰκόπεδον) συνεχόμενη έκταση γης που αποτελεί αυτοτελές και ενιαίο ακίνητο, ανήκει σε έναν ή σε περισσότερους ιδιοκτήτες εξ αδιαιρέτου και προορίζεται για οικοδόμηση ή πάνω στην οποία έχει οικοδομηθεί κτίσμα (α. «το οικόπεδο είναι ακόμη… …   Dictionary of Greek

  • λακκόπεδον — και λακόπεδον, τὸ (Α.) το όσχεον. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάκκος + πέδον «έδαφος» (πρβλ. γή πεδον, οικό πεδον)] …   Dictionary of Greek

  • μυχόπεδον — μυχόπεδον, τὸ (Α) (κατά τον Φώτ.) «γῆς βάθος, ᾅδης», τα έγκατα τής Γης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυχός + πέδον «έδαφος» (πρβλ. λακκό πεδον, στρατό πεδον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”