δομή

δομή

δομή, , 1) der Bau, das Gebäude, VLL. – 2) = δέμας, Ap. Rh. 3, 1395 u. a. sp. D.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δομή — building fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δομή — η (AM δομή) 1. χτίσιμο, οικοδόμηση 2. οικοδόμημα νεοελλ. κατασκευή, τρόπος κατασκευής, σύνθεση αρχ. δέμας, σώμα …   Dictionary of Greek

  • δομή — η 1. τοιχοποιία, οικοδόμηση. 2. μτφ., ο τρόπος με τον οποίο ένα σύνολο αποκτά συνοχή: Η δομή της κοινωνίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δομῇ — δομάω pres subj mp 2nd sg (doric) δομάω pres ind mp 2nd sg (doric) δομάω pres subj act 3rd sg (doric) δομάω pres ind act 3rd sg (doric) δομάω pres subj mp 2nd sg (epic ionic) δομάω pres ind mp 2nd sg (epic ionic) δομάω pres subj act 3rd sg (epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εδροκεντρωμένη κυβική δομή — Μορφή κρυσταλλικής δομής στην οποία τα άτομα του πλέγματος καταλαμβάνουν, εκτός από τις οκτώ κορυφές ενός κύβου, και τα κέντρα των έξι εδρών του. Η δομή του χλωριούχου νατρίου (NaCl) είναι ένα τυπικό παράδειγμα ε.κ.δ. Κάθε ιόν περιβάλλεται από… …   Dictionary of Greek

  • δομήν — δομή building fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”