- δομήτωρ
δομήτωρ, ορος, ὁ, der Erbauer, Baumeister, Sp. δόμονδε, nach dem Hause, in's Haus, Hom., s. s. v. – Δέ Suffix.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δομήτωρ, ορος, ὁ, der Erbauer, Baumeister, Sp. δόμονδε, nach dem Hause, in's Haus, Hom., s. s. v. – Δέ Suffix.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δομήτωρ — δομήτωρ, ο (Μ) 1. χτίστης, ιδρυτής 2. «ὁ δομήτωρ τῆς Ἐκκλησίας» ο Ιησούς Χριστός … Dictionary of Greek
δομήτωρ — builder masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δομητόρων — δομήτωρ builder masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δομήτορα — δομήτωρ builder masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δομήτορας — δομήτωρ builder masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δομήτορι — δομήτωρ builder masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δομήτορος — δομήτωρ builder masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δομήτορσι — δομήτωρ builder masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)