- δοίδυξ
δοίδυξ (falsch δοῖδυξ), ῡκος, ὁ, die Mörserkeule; σμικρὸς καὶ στρογγύλος, Ar. Equ. 979 Pl. 711; bei B. A. 239 τριβεύς erkl.; Poll. 10, 104.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δοίδυξ (falsch δοῖδυξ), ῡκος, ὁ, die Mörserkeule; σμικρὸς καὶ στρογγύλος, Ar. Equ. 979 Pl. 711; bei B. A. 239 τριβεύς erkl.; Poll. 10, 104.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δοίδυξ — δοῑδυξ ( υκος), ο (Α) γουδοχέρι, αλετρίβανος. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη τής καθημερινής γλώσσας με εκφραστικό αναδιπλασιασμό τής οποίας η ετυμολ. είναι άγνωστη] … Dictionary of Greek
δοῖδυξ — pestle masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοίδυκ' — δοί̱δυκα , δοῖδυξ pestle masc acc sg δοί̱δυκι , δοῖδυξ pestle masc dat sg δοί̱δυκε , δοῖδυξ pestle masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοιδυκοποιός — δοιδυκοποιός, ο (Α) αυτός που κατασκευάζει γουδοχέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοίδυξ ( κος) «γουδοχέρι» + ποιός < ποιώ] … Dictionary of Greek
δοιδυκοφόβα — δοιδυκοφόβα, η (Α) (κωμ. λ. για την ποδάγρα) αυτή που φοβάται τον κρότο τού δοίδυκος, την ευκινησία τών ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοίδυξ ( κος) «γουδοχέρι» + φοβούμαι] … Dictionary of Greek
θυέστης — Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται ότι ήταν γιος του Πέλοπα και της Ιπποδάμειας, αδελφός του Ατρέα, από τον οποίο κληρονόμησε το βασιλικό σκήπτρο των Μυκηνών και το κληροδότησε στον Αγαμέμνονα. Ο Ατρέας και ο Θ. σκότωσαν, με τη συνενοχή της μητέρας… … Dictionary of Greek
δοιδύκοιν — δοῑδύκοιν , δοῖδυξ pestle masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοιδύκων — δοῑδύκων , δοῖδυξ pestle masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοίδυκα — δοί̱δυκα , δοῖδυξ pestle masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοίδυκας — δοί̱δυκας , δοῖδυξ pestle masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοίδυκε — δοί̱δυκε , δοῖδυξ pestle masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)