βαλάνιον

βαλάνιον

βαλάνιον, τό, Eicheltrank, ἑψήσομεν Nicochar. bei Ath. I, 34 e; bei den Aerzten, Pille, eigtl. dim. von βάλανος; Seifenzäpfchen, Hippocr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βαλάνιον — decoction of acorns neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαλανίοις — βαλάνιον decoction of acorns neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαλανίου — βαλάνιον decoction of acorns neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαλανίων — βαλάνιον decoction of acorns neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαλανίῳ — βαλάνιον decoction of acorns neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαλάνια — βαλάνιον decoction of acorns neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαλάνι — το και βαλανίδι και βελανίδι (AM βαλάνιον, Α και βαλανίδιον) ο καρπός της βαλανιδιάς νεοελλ. 1. το κύπελλο του καρπού το οποίο χρησιμοποιείται στη βυρσοδεψία 2. πληθ. οι όρχεις αρχ. 1. αφέψημα από βαλανίδια 2. καθαρτική βάλανος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ …   Dictionary of Greek

  • βάλανος — (balanus). Γένος θυσανοπόδων μαλακίων της οικογένειας των βαλανιδών. Ζουν κολλημένα στους βράχους ή επάνω σε όστρακα διαφόρων μαλακίων, σε όλες τις θάλασσες, ακόμη και στις λιμνοθάλασσες. Ορισμένα είδη βρίσκονται και στις ελληνικές ακτές. Συνήθως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”