μαλάβαθρον — και μαλόβαθρον, τὸ (Α) αρωματικό ινδικό φυτό, πιθ. είδος τού κινναμώμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ. < αρχ. ινδ. tamāla pattra «τα φύλλα τού δέντρου tamāla », το οποίο μεταγράφηκε στην Ελληνική ως μαλάβαθρον (πρβλ. λατ. malabathrum και… … Dictionary of Greek
μαλάβαθρον — leaf of Cinnamomum Tamala neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλαβάθροιο — μαλάβαθρον leaf of Cinnamomum Tamala neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλαβάθρου — μαλάβαθρον leaf of Cinnamomum Tamala neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλαβάθρινος — μαλαβάθρινος, ον (Α) [μαλάβαθρον] παρασκευασμένος από μαλάβαθρον («μαλαβάθρινον ἔλαιον», Σωρ.) … Dictionary of Greek
Indisches Lorbeerblatt — Blätter getrocknet Systematik Klasse: Bedecktsamer (Magnoliopsida) … Deutsch Wikipedia
MALABATHRUM — apud Horat. l. 2. Carm. od. 7. Cum quo morantem saepe diem merô Fregi coronatus nitentes Malabathrô Syriô capillos: pro malabathrino unguento, quod alias Foliatums, a Malabathrô, seu Folio per excellentiam sic dicto, quod inter mirisica suavitate … Hofmann J. Lexicon universale
TAMALABATHRA seu TAMALAPATRA — TAMALABATHRA, seu TAMALAPATRA Indis dicitur Folium Indicum, unde μαλάβαθρον suum Graeci formâsse videntur. Salmas. ad Solin. p. 1072. Vide supra ubi de Folio Indico et Malabathro … Hofmann J. Lexicon universale
αδρόσφαιρος — ἁδρόσφαιρος, ον (Α) αυτός που έχει αδρές, μεγάλες σφαίρες, χοντρούς θρόμβους. (Αναφέρεται για το μαλάβαθρον, φύλλο τού είδους Cinnamomon Tamala ή albiflorum τού γένους Κιννάμωμο]. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδρὸς + σφαίρα] … Dictionary of Greek
βάθρο — Στη γεφυροποιία β. ονομάζονται τα μέρη εκείνα της γέφυρας όπου εδράζονται τα τόξα. Στην ουσία, χρησιμεύουν για να μεταφέρουν στο έδαφος την πίεση των υπερκειμένων φορτίων. Διακρίνονται, ανάλογα με τη θέση τους, σε ακρόβαθρα ή μεσόβαθρα. Η… … Dictionary of Greek
τράκτυλος — ὁ, Α πιθ. είδος φυτού, το μαλάβαθρον* … Dictionary of Greek