- βαλάνινος
βαλάνινος, aus Eicheln oder Datteln gemacht, ἔλαιον Theophr.; Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαλάνινος, aus Eicheln oder Datteln gemacht, ἔλαιον Theophr.; Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαλανίνος — (balaninus). Γένος κολεοπτέρων εντόμων της οικογένειας των κουρκουλιονιδών. Ζουν στην Ευρώπη, αλλά και σε άλλες περιοχές, και προκαλούν ζημιές στους καρπούς ορισμένων δέντρων. Το μήκος του σώματός τους κυμαίνεται από 5 έως 10 χιλιοστά, ενώ το… … Dictionary of Greek
βαλάνινον — βαλάνινος made of masc acc sg βαλάνινος made of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλανίνοις — βαλάνινος made of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλανίνου — βαλάνινος made of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλανίνῳ — βαλάνινος made of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… … Dictionary of Greek