- βαλάνισσα
βαλάνισσα, ἡ, fem. zu βαλανεύς, Ep. ad. 64 (V, 82).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαλάνισσα, ἡ, fem. zu βαλανεύς, Ep. ad. 64 (V, 82).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαλάνισσα — bathing woman fem nom/voc sg βαλανίζω shake acorns from aor ind act 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)