μαλλωτός

μαλλωτός

μαλλωτός, mit langer Wolle versehen, χιτών, χλαμύς, ein Schaafpelz, Plat. com. bei Poll. 7, 57; D. Hal. 7, 72; auch μαλλωτὴ δορά, Strab. XI, 499. Vgl. μηλωτή.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μαλλωτός — fleecy masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλλωτός — ή, ό (AM μαλλωτός, ή, όν, Μ και μαλλουτός, ή, όν) [μαλλός] γεμάτος τρίχες, τριχωτός, μαλλιαρός («μαλλωτοὶ χιτῶνες», Διον. Αλ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο μαλλωτός βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας τών ευφορβιιδών με 120… …   Dictionary of Greek

  • μαλλωτά — μαλλωτός fleecy neut nom/voc/acc pl μαλλωτά̱ , μαλλωτός fleecy fem nom/voc/acc dual μαλλωτά̱ , μαλλωτός fleecy fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλλωτῶν — μαλλωτός fleecy fem gen pl μαλλωτός fleecy masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλλωτόν — μαλλωτός fleecy masc acc sg μαλλωτός fleecy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλλωταῖς — μαλλωτός fleecy fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλλωταί — μαλλωτός fleecy fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλλωτοῖς — μαλλωτός fleecy masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλλωτοί — μαλλωτός fleecy masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλλωτῆς — μαλλωτός fleecy fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλλωτήν — μαλλωτός fleecy fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”