- δηλωτικός
δηλωτικός, zum Erklären gehörig, geschickt erklärend, τινός, Hippocr.; Plut. Symp. 9, 15, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δηλωτικός, zum Erklären gehörig, geschickt erklärend, τινός, Hippocr.; Plut. Symp. 9, 15, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δηλωτικός — indicative masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηλωτικός — ή, ό (AM δηλωτικός, ή, όν) [δηλώ] Ι. 1. όποιος ανήκει ή αναφέρεται σε δήλωση, όποιος χρησιμεύει για δήλωση 2. αυτός που γνωστοποιεί, ο ενδεικτικός, ο προειδοποιητικός νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. δηλωτικό (ενν. έγγραφο) το έγγραφο στο οποίο… … Dictionary of Greek
δηλωτικός — ή, ό ο ενδεικτικός κάποιου πράγματος, αυτός που φανερώνει κάτι: Οι πράξεις του είναι δηλωτικές των σκέψεών του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δηλωτικά — δηλωτικός indicative neut nom/voc/acc pl δηλωτικά̱ , δηλωτικός indicative fem nom/voc/acc dual δηλωτικά̱ , δηλωτικός indicative fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηλωτικώτερον — δηλωτικός indicative adverbial comp δηλωτικός indicative masc acc comp sg δηλωτικός indicative neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηλωτικῶν — δηλωτικός indicative fem gen pl δηλωτικός indicative masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηλωτικόν — δηλωτικός indicative masc acc sg δηλωτικός indicative neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηλωτικαί — δηλωτικός indicative fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηλωτικοῖς — δηλωτικός indicative masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηλωτικοί — δηλωτικός indicative masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηλωτικοῦ — δηλωτικός indicative masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)