- μαλουρίς
μαλουρίς, fem. zum Folgdn, Hesych. erkl. λευκόκερκος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαλουρίς, fem. zum Folgdn, Hesych. erkl. λευκόκερκος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μάλουρος — η, ο (Α μάλουρος, ον, θηλ. και μάλουρις και μαλουρίς) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο μάλουρος ζωολ. γένος μικρών στρουθιόμορφων πτηνών τής οικογένειας maluridae ή sylviidae, τα οποία απαντούν στην Αυστραλία αρχ. αυτός που έχει λευκή ουρά. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek