μαθητός

μαθητός

μαθητός, adj. verb. zu μανϑάνω, erlernt, lernbar, ὅσα ἡγοῠνται μαϑητά τε καὶ διδακτὰ εἶναι, Plat. Prot. 319 c, öfter.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μαθητός — μαθητός, ή, όν (Α) [μανθάνω] αυτός τον οποίο μπορεί να μάθει κάποιος …   Dictionary of Greek

  • μαθητός — learnt masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαθητόν — μαθητός learnt masc acc sg μαθητός learnt neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαθητούς — μαθητός learnt masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαθητῆς — μαθητός learnt fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευκαταμάθητος — εὐκαταμάθητος, ον (Α) αυτός που μαθαίνεται πλήρως με ευκολία, ο ευκολονόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα μαθητος (< κατα μανθάνω), πρβλ. α κατα μάθητος, δυσ κατα μάθητος] …   Dictionary of Greek

  • μαθητά — μαθητά̱ , μαθητής learner masc nom/voc/acc dual μαθητής learner masc voc sg μαθητής learner masc nom sg (epic) μαθητός learnt neut nom/voc/acc pl μαθητά̱ , μαθητός learnt fem nom/voc/acc dual μαθητά̱ , μαθητός learnt fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαθητῶν — μαθητής learner masc gen pl μαθητός learnt fem gen pl μαθητός learnt masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμάθητος — η, ο (AM ἀμάθητος, ον) αυτός που αγνοεί κάτι, αμαθής, αδαής νεοελλ. 1. αυτός που δεν μελετήθηκε, που δεν τόν μελέτησε κανείς 2. αυτός που δεν εξασκήθηκε σε κάτι, ασυνήθιστος, άπειρος 3. απονήρευτος, αγνός 4. αυτός που δεν έγινε γνωστός, δεν… …   Dictionary of Greek

  • λαθητικός — λαθητικός, ή, όν (Α) αυτός που διαφεύγει ή μπορεί να διαφύγει την προσοχή των άλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαθ τού λανθάνω (πρβλ. αόρ. β ἔ λαθ ον) + επίθημα ητικός κατά το σχήμα μανθάνω μαθητής / μαθητός μαθητικός] …   Dictionary of Greek

  • μαθαίνω — και μανθάνω (AM μανθάνω, Μ και μαθαίνω) 1. αποκτώ γνώση ή γνώσεις με σπουδές, έρευνες, εξάσκηση ή πείρα, διδάσκομαι (α. «όσο ζω μαθαίνω» β. «ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῑς γέρουσιν εὖ μαθεῑν», Αισχύλ.) 2. γίνομαι κύριος μιας γνώσης, κάνω κτήμα μου αυτό που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”