- μαθητεύω
μαθητεύω, Schüler sein, τινί, Plut. X oratt. Isocr. p. 237. – Auch trans., lehren, unterrichten, τινά, N. T. Dah. pass. μαϑητεύομαι, unterrichtet werden, lernen, Sp., bes. K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαθητεύω, Schüler sein, τινί, Plut. X oratt. Isocr. p. 237. – Auch trans., lehren, unterrichten, τινά, N. T. Dah. pass. μαϑητεύομαι, unterrichtet werden, lernen, Sp., bes. K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαθητεύω — to be pupil pres subj act 1st sg μαθητεύω to be pupil pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθητεύω — μαθητεύω, μαθήτεψα και μαθήτευσα βλ. πίν. 17 , βλ. πίν. 19 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μαθητεύω — (AM μαθητεύω, Μ και μαθητεύγω) [μαθητής] 1. διδάσκομαι από κάποιον, είμαι μαθητής, σπουδάζω 2. μεταδίδω γνώσεις, διδάσκω, εκπαιδεύω («πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη», ΚΔ) νεοελλ. (η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) μαθητευόμενος, η, ο α)… … Dictionary of Greek
μαθητεύω — μαθήτεψα, μαθητευόμενος 1. αμτβ., είμαι μαθητής, διδάσκομαι από κάποιον, σπουδάζω: Μαθήτεψε δίπλα σ’ ένα διάσημο σκηνοθέτη. 2. μτβ., διδάσκω, κατηχώ κάποιον: Μαθήτεψε τα παιδιά του να μη λένε ψέματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαθητεύσει — μαθητεύω to be pupil aor subj act 3rd sg (epic) μαθητεύω to be pupil fut ind mid 2nd sg μαθητεύω to be pupil fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθητεύσω — μαθητεύω to be pupil aor subj act 1st sg μαθητεύω to be pupil fut ind act 1st sg μαθητεύω to be pupil aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθητευθέντα — μαθητεύω to be pupil aor part pass neut nom/voc/acc pl μαθητεύω to be pupil aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθητευομένων — μαθητεύω to be pupil pres part mp fem gen pl μαθητεύω to be pupil pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθητευσαμένων — μαθητεύω to be pupil aor part mid fem gen pl μαθητεύω to be pupil aor part mid masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθητευσάντων — μαθητεύω to be pupil aor part act masc/neut gen pl μαθητεύω to be pupil aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθητευόμεθα — μαθητεύω to be pupil pres ind mp 1st pl μαθητεύω to be pupil imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)