- μαθητρίς
μαθητρίς, ίδος, ἡ, dasselbe, Sp., vgl. Lob. Phryn. 256.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαθητρίς, ίδος, ἡ, dasselbe, Sp., vgl. Lob. Phryn. 256.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαθητρίς — μαθητρίς, ίδος, ἡ (Α) βλ. μαθητής … Dictionary of Greek
μαθητρίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθητής — ο, θηλ. μαθήτρια (AM μαθητής, θηλ. μαθήτρια Α θηλ. και μαθητρίς, δωρ. τ. αρσ. μαθετάς) [μαθαίνω] 1. αυτός που διδάσκεται, αυτός που μαθαίνει από κάποιον γράμματα ή τέχνη (α. «τῆς Ἑλλάδος μαθητὴς γένοιτο», Ηρόδ. β. «τὰς τέχνας μαθητρίας γενομένας… … Dictionary of Greek