- μαθησία
μαθησία, ἡ, = μάϑησις (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαθησία, ἡ, = μάϑησις (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαθησία — μαθησία, ἡ (ΑM) μσν. η διδασκαλία αρχ. η γνώση, η μάθηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μάθησις κατά τα θηλ. σε ία] … Dictionary of Greek