- δομαῖος
δομαῖος, zum Bau gehörig; λίϑος, Bau- od. Grundstein, Ep. ad. 304 (Plan. 279). Auch οἱ δομαῖοι allein, Grundsteine, Ap. Rh. 1, 737.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δομαῖος, zum Bau gehörig; λίϑος, Bau- od. Grundstein, Ep. ad. 304 (Plan. 279). Auch οἱ δομαῖοι allein, Grundsteine, Ap. Rh. 1, 737.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δομαίος — δομαῑος α, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει στην, προορίζεται για οικοδομία 2. οἱ δομαῑοι (ενν. λίθοι) οι θεμέλιοι λίθοι … Dictionary of Greek
δομαῖον — δομαῖος for building masc acc sg δομαῖος for building neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δομαίηι — δομαί̱ῃ , δομαῖος for building fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δομαίοις — δομαί̱οις , δομαῖος for building masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δομαίους — δομαί̱ους , δομαῖος for building masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)