- βαλανευτής
βαλανευτής, ὁ, = vor., Chrysost.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαλανευτής, ὁ, = vor., Chrysost.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαλανευτής — βαλανευτής, ο (Α) [βαλανεύω] ο βαλανεύς … Dictionary of Greek
βαλανευταί — βαλανευτής masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλανευτικός — βαλανευτικός, ή, όν (Α) [βαλανευτής] 1. αυτός που ανήκει στα λουτρά ή έχει σχέση μ αυτά 2. το θηλ. ως ουσ. το επάγγελμα του βαλανέως … Dictionary of Greek