- βαλανευτικός
βαλανευτικός, zum Bade gehörig; ἡ βαλ., die Baderkunst, Plat. Soph. 227 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαλανευτικός, zum Bade gehörig; ἡ βαλ., die Baderkunst, Plat. Soph. 227 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαλανευτικός — βαλανευτικός, ή, όν (Α) [βαλανευτής] 1. αυτός που ανήκει στα λουτρά ή έχει σχέση μ αυτά 2. το θηλ. ως ουσ. το επάγγελμα του βαλανέως … Dictionary of Greek
βαλανευτικόν — βαλανευτικός of masc acc sg βαλανευτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλανευτικῆς — βαλανευτικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλανευτική — βαλανευτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)