δημ-αγωγός

δημ-αγωγός

δημ-αγωγός, , Volksführer, -leiter, Räthgeber des Volks; im guten Sinne, z. B. Perikles, Isocr. 8, 126; vgl. Arist. pol. 5, 5; von Kleons Zeiten an aber im schlechten Sinne, der sich durch Schmeicheleien u. andere unwürdige Künste die Gunst des Volkes zu erwerben u. dieses für seine eigennützigen Zwecke zu benutzen weiß, Thuc. 4, 21; Xen. Hell. 2, 3, 27; καὶ ὀχλοκόπος Pol. 3, 80.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λαρκαγωγός — λαρκαγωγός, ὁ (Α) αυτός που μεταφέρει καλάθι με κάρβουνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάρκος (ὁ) «κοφίνι για τη μεταφορά ξυλοκάρβουνων» + αγωγός (< ἄγω), πρβλ. δημ αγωγός, σιτ αγωγός] …   Dictionary of Greek

  • λαφυραγωγός — ό (AM λαφυραγωγός, όν) αυτός που αποκομίζει ή αρπάζει πολεμικά λάφυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάφυρον + ἀγωγός (< ἄγω), πρβλ. δημ αγωγός, ψυχ αγωγός] …   Dictionary of Greek

  • πομπαγωγός — ὁ, Α αξιωματούχος τής πομπαγωγίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πομπή + αγωγός (< ἄγω), πρβλ. δημ αγωγός, σπονδ αγωγός] …   Dictionary of Greek

  • φωταγωγός — ό / φωταγωγός, όν, ΝΜΑ αυτός που φέρνει φως νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο φωταγωγός άνοιγμα σε τοίχο ή κενός χώρος σε οικοδομή που χρησιμεύει για τον φωτισμό εσωτερικών διαμερισμάτων μσν. 1. μτφ. αυτός που διαφωτίζει την ψυχή και το πνεύμα, που… …   Dictionary of Greek

  • μισθαγωγός — μισθαγωγὸς και μισταγωγός, ὁ (Μ) αυτός που λαμβάνει μισθό, αμοιβή από κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + αγωγός (< ἄγω), πρβλ. δημ αγωγός. Η λ. πλάστηκε πιθ. κατά το πρότυπο τού μυσταγωγός, από όπου και ο τ. μισταγωγός] …   Dictionary of Greek

  • μυσταγωγός — ὁ (Α μυσταγωγός, όν) αυτός που εισάγει, που μυεί κάποιον στα μυστήρια, ο κατηχητής («ἱερεῑς δὲ καὶ μύστας καὶ μυσταγωγοὺς ἀναλαβὼν καὶ τοῑς ὅπλοις περικαλύψας ἧγεν ἐν κόσμῳ», Πλούτ.) νεοελλ. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η μυσταγωγός άτομο που …   Dictionary of Greek

  • ξεναγωγός — ξεναγωγός, όν (Α) ξεναγός, οδηγός ξένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + ἀγωγός (πρβλ. δημ αγωγός)] …   Dictionary of Greek

  • οχλαγωγό — ο (Α ὀχλαγωγός) 1. αρχηγός, καθοδηγητής τού όχλου 2. αυτός που διεγείρει και συναθροίζει το πλήθος για τη δημιουργία ταραχών και εκτρόπων αρχ. αυτός που διεγείρει και προσελκύει τα πλήθη για να επιτύχει προσωπικά οφέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄχλος +… …   Dictionary of Greek

  • παιδαγωγός — Τίτλος διαφόρων ελληνικών περιοδικών. 1. Εκπαιδευτικό περιοδικό με έδρα την Αθήνα. Ιδρύθηκε το 1839 από τον Ηλία Χριστοφορίδη. 2. Μηνιαίο και μετά δεκαπενθήμερο περιοδικό με έδρα την Αθήνα. Ιδρύθηκε το 1921 με διευθυντή τον X. Κυριακάτο. Αποτελεί …   Dictionary of Greek

  • σπονδαγωγός — όν, Α αυτός που προσφέρει σπονδές, που κομίζει προτάσεις ανακωχής, συνθήκης ἡ ειρήνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπονδή + ἀγωγός (πρβλ. δημ αγωγός)] …   Dictionary of Greek

  • υλαγωγός — όν, Α αυτός που μεταφέρει ξύλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + ἀγωγός (< ἄγω), πρβλ. δημ αγωγός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”