λαρκαγωγός — λαρκαγωγός, ὁ (Α) αυτός που μεταφέρει καλάθι με κάρβουνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάρκος (ὁ) «κοφίνι για τη μεταφορά ξυλοκάρβουνων» + αγωγός (< ἄγω), πρβλ. δημ αγωγός, σιτ αγωγός] … Dictionary of Greek
λαφυραγωγός — ό (AM λαφυραγωγός, όν) αυτός που αποκομίζει ή αρπάζει πολεμικά λάφυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάφυρον + ἀγωγός (< ἄγω), πρβλ. δημ αγωγός, ψυχ αγωγός] … Dictionary of Greek
πομπαγωγός — ὁ, Α αξιωματούχος τής πομπαγωγίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πομπή + αγωγός (< ἄγω), πρβλ. δημ αγωγός, σπονδ αγωγός] … Dictionary of Greek
φωταγωγός — ό / φωταγωγός, όν, ΝΜΑ αυτός που φέρνει φως νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο φωταγωγός άνοιγμα σε τοίχο ή κενός χώρος σε οικοδομή που χρησιμεύει για τον φωτισμό εσωτερικών διαμερισμάτων μσν. 1. μτφ. αυτός που διαφωτίζει την ψυχή και το πνεύμα, που… … Dictionary of Greek
μισθαγωγός — μισθαγωγὸς και μισταγωγός, ὁ (Μ) αυτός που λαμβάνει μισθό, αμοιβή από κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + αγωγός (< ἄγω), πρβλ. δημ αγωγός. Η λ. πλάστηκε πιθ. κατά το πρότυπο τού μυσταγωγός, από όπου και ο τ. μισταγωγός] … Dictionary of Greek
μυσταγωγός — ὁ (Α μυσταγωγός, όν) αυτός που εισάγει, που μυεί κάποιον στα μυστήρια, ο κατηχητής («ἱερεῑς δὲ καὶ μύστας καὶ μυσταγωγοὺς ἀναλαβὼν καὶ τοῑς ὅπλοις περικαλύψας ἧγεν ἐν κόσμῳ», Πλούτ.) νεοελλ. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η μυσταγωγός άτομο που … Dictionary of Greek
ξεναγωγός — ξεναγωγός, όν (Α) ξεναγός, οδηγός ξένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + ἀγωγός (πρβλ. δημ αγωγός)] … Dictionary of Greek
οχλαγωγό — ο (Α ὀχλαγωγός) 1. αρχηγός, καθοδηγητής τού όχλου 2. αυτός που διεγείρει και συναθροίζει το πλήθος για τη δημιουργία ταραχών και εκτρόπων αρχ. αυτός που διεγείρει και προσελκύει τα πλήθη για να επιτύχει προσωπικά οφέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄχλος +… … Dictionary of Greek
παιδαγωγός — Τίτλος διαφόρων ελληνικών περιοδικών. 1. Εκπαιδευτικό περιοδικό με έδρα την Αθήνα. Ιδρύθηκε το 1839 από τον Ηλία Χριστοφορίδη. 2. Μηνιαίο και μετά δεκαπενθήμερο περιοδικό με έδρα την Αθήνα. Ιδρύθηκε το 1921 με διευθυντή τον X. Κυριακάτο. Αποτελεί … Dictionary of Greek
σπονδαγωγός — όν, Α αυτός που προσφέρει σπονδές, που κομίζει προτάσεις ανακωχής, συνθήκης ἡ ειρήνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπονδή + ἀγωγός (πρβλ. δημ αγωγός)] … Dictionary of Greek
υλαγωγός — όν, Α αυτός που μεταφέρει ξύλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + ἀγωγός (< ἄγω), πρβλ. δημ αγωγός] … Dictionary of Greek