- μαλακό-κισσος
μαλακό-κισσος, ὁ, = σμῖλαξ λεία, convolvulus, Geopon.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαλακό-κισσος, ὁ, = σμῖλαξ λεία, convolvulus, Geopon.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατάκισσος — κατάκισσος, ον (Α) αυτός που έχει καλυφθεί με κισσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κισσος (< κισσός), πρβλ. μαλακό κισσος, χαμαί κισσος] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek