- μαλακό-ευνος
μαλακό-ευνος, mit weichem Lager, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαλακό-ευνος, mit weichem Lager, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαλθακευνία — μαλθακευνία, ἡ (Α) μαλακό κρεβάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλθακός + ευνία (< ευνος < εὐνή «κρεβάτι»] … Dictionary of Greek