- μαλακό-γειος
μαλακό-γειος, mit weichem Boden, Strab. 1, 3, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαλακό-γειος, mit weichem Boden, Strab. 1, 3, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαυνόγειον — τὸ, Α μαλακό έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαῦνος + γειον (< γῆ*), πρβλ. ἐπί γειος] … Dictionary of Greek