- μαλακό-φλοιος
μαλακό-φλοιος, mit weicher Rinde, Schaale, von Mandeln, Philosen. bei Ath. XIV, 643 c; Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαλακό-φλοιος, mit weicher Rinde, Schaale, von Mandeln, Philosen. bei Ath. XIV, 643 c; Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υγρόφλοιος — ον, Μ αυτός που έχει υγρό, μαλακό φλοιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + φλοιός (πρβλ. λεπτό φλοιος, ξηρό φλοιος)] … Dictionary of Greek
κανέλα — Εδώδιμο που προέρχεται από το αειθαλές δέντρο κιννάμωμο το κεΰλανικό (οικογένεια λαουρίδες, δικοτυλήδονα). Το δέντρο φύεται στην ανατολική Ασία, στην Ιάβα και στη Σρι Λάνκα, όπου καλλιεργείται πολύ εντατικά. Έχει δερματώδη φύλλα και μικρά… … Dictionary of Greek
μαλακόφλοιος — μαλακόφλοιος, ον (Α) αυτός που έχει μαλακό φλοιό, λεπτόφλουδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + φλοιός] … Dictionary of Greek