- μαλακό-χειρ
μαλακό-χειρ, mit weicher, sanfter Hand, φαρμάκων νόμος, das sanfte Auflegen der Heilmittel, Pind. N. 3, 55.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαλακό-χειρ, mit weicher, sanfter Hand, φαρμάκων νόμος, das sanfte Auflegen der Heilmittel, Pind. N. 3, 55.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ροδόχειρ — ος, ο, η, Α ο ροδόπηχυς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + χειρ (< χειρ, χειρός), πρβλ. ανθρωπό χειρ, μαλακό χειρ] … Dictionary of Greek
μονόχειρ — ο, η, αρσ. και μονόχειρας (ΑΜ μονόχειρ) αυτός που έχει ένα μόνο χέρι, κουλοχέρης, κουλός, μονοχέρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + χειρ (πρβλ. αδικό χειρ, μαλακό χειρ)] … Dictionary of Greek
τρυφερόχειρ — χειρος, ὁ, ἡ, Μ αυτός που έχει απαλά χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφερός + χειρ (< χείρ, χειρός), πρβλ. μαλακό χειρ] … Dictionary of Greek
οξύχειρ — ὀξύχειρ, χειρος, ὁ, ἡ (Α) 1. μτφ. εριστικός, φιλόνικος («ὀξύχειρ κοὐκ ἐγκρατής», Νικόμ.) 2. φρ. «ὀξύχειρι σὺν κτύπῳ» με γρήγορο χτύπο τών χεριών κατά τον θρήνο, (Αισχύλ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + χείρ, χειρός (πρβλ. μαλακό χειρ)] … Dictionary of Greek