- μαλακ-όφθαλμος
μαλακ-όφθαλμος, weichäugig, κύκλος, Umschreibung des Θ, Theodect. bei Ath. X, 454 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαλακ-όφθαλμος, weichäugig, κύκλος, Umschreibung des Θ, Theodect. bei Ath. X, 454 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελανόμματος — μελανόμματος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + ὄμμα, ὄμματος «οφθαλμός» (πρβλ. γλαυκ όμματος, μαλακ όμματος)] … Dictionary of Greek