- μαλακό-φωνος
μαλακό-φωνος, weich, sanft tönend, D. Hal. de vi Dem. 40.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαλακό-φωνος, weich, sanft tönend, D. Hal. de vi Dem. 40.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξυλόφωνο — Κρουστό μουσικό όργανο. Συνίσταται από πλήκτρα (ταστιέρα) που σχηματίζονται από μικρές ξύλινες πλάκες που ηχούν κτυπώμενες από δύο μπαγκέτες (ξύλινα ραβδιά) και δίνουν μια σειρά φθόγγων, έκτασης από δύο έως τέσσερις οκτάβες. Αρχικά τοποθετούσαν… … Dictionary of Greek