- μαλακό-φρων
μαλακό-φρων, ον, weich-, sanftmüthig, Orph. Hymn. 58, 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαλακό-φρων, ον, weich-, sanftmüthig, Orph. Hymn. 58, 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελίφρων — μελίφρων, ον (Α) 1. αυτός που ευφραίνει με τη γλυκύτητά του τον νου, ευχάριστος, τερπνός («εὖτ ἄν σε μελίφρων ὕπνος ἀνίῃ», Ομ. Ιλ.) 2. (ως προσωνυμία τού Αρισταίου) αυτός που φροντίζει για τις μέλισσες ή για το μέλι ή αυτός που εφεύρε το μέλι.… … Dictionary of Greek