μαλακότης

μαλακότης

μαλακότης, ητος, ἡ, Weichheit, im Ggstz von σκληρότης, Plat. Rep. VII, 523 e, im plur., Crat. 432 b u. A.; Weichlichkeit, Plut. Oth. 9.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μαλακότης — softness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακοτήτων — μαλακότης softness fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακότησι — μαλακότης softness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακότησιν — μαλακότης softness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακότητα — μαλακότης softness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακότητας — μαλακότης softness fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακότητες — μαλακότης softness fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακότητι — μαλακότης softness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακότητος — μαλακότης softness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακότητα — η (AM μαλακότης, ητος) [μαλακός] 1. απαλότητα, τρυφερότητα («καὶ ὡσαύτως πάχος καὶ λεπτότητα ἢ μαλακότητα καὶ σκληρότητα ἡ ἁφή», Πλάτ.) 2. ηπιότητα, γλυκύτητα, προσήνεια, μειλιχιότητα αρχ. 1. αδυναμία, ασθενικότητα 2. φρ. «μαλακότης τοῡ κλίματος» …   Dictionary of Greek

  • ԲԵԿՏՈՒՄՆ — (տման.) NBH 1 480 Chronological Sequence: 6c գ. Բեկտելն, իլն. կոտրտելը, իլը. եւ նմանութեամբ՝ Թուլամորթութիւն, մեղկութիւն. μαλακότης mollities *Զմարմինսն բեկտմամբ եւ կակղութեամբ եւ փափկութեամբ հնացուցանէին. Փիլ. իմաստն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”