- δοξαστής
δοξαστής, ὁ, der Meinende, Wähnende, Antiph. 5, 94; Plat. im Ggstz von ἐπιστήμων, Theaet. 208 e. Bei B. A. 242 = Schiedsrichter, οἱ διαγινώσκοντες πότερος εὐορκεῖ τῶν κρινομένων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δοξαστής, ὁ, der Meinende, Wähnende, Antiph. 5, 94; Plat. im Ggstz von ἐπιστήμων, Theaet. 208 e. Bei B. A. 242 = Schiedsrichter, οἱ διαγινώσκοντες πότερος εὐορκεῖ τῶν κρινομένων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δοξαστής — one who forms opinions masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοξαστής — ο (θηλ. δοξάστρια, η) (AM δοξαστής, Α και δοξαστήρ) υμνητής, εγκωμιαστής νεοελλ. αυτός που δημιουργεί τη δόξα άλλου αρχ. 1. αυτός που έχει κάποια δοξασία, εικασία 2. πληθ. δοξασταί οι δικαστές … Dictionary of Greek
δοξαστῆς — δοξαστός matter of opinion fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοξασταί — δοξαστής one who forms opinions masc nom/voc pl δοξαστός matter of opinion fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοξαστοῦ — δοξαστής one who forms opinions masc gen sg δοξαστός matter of opinion masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοξαστῇ — δοξαστής one who forms opinions masc dat sg (attic epic ionic) δοξαστός matter of opinion fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοξαστήν — δοξαστής one who forms opinions masc acc sg (attic epic ionic) δοξαστός matter of opinion fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοξαστῶν — δοξαστής one who forms opinions masc gen pl δοξαστός matter of opinion fem gen pl δοξαστός matter of opinion masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοξαστά — δοξαστά̱ , δοξαστής one who forms opinions masc nom/voc/acc dual δοξαστής one who forms opinions masc voc sg δοξαστής one who forms opinions masc nom sg (epic) δοξαστός matter of opinion neut nom/voc/acc pl δοξαστά̱ , δοξαστός matter of opinion… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοξαστάς — δοξαστά̱ς , δοξαστής one who forms opinions masc acc pl δοξαστά̱ς , δοξαστής one who forms opinions masc nom sg (epic doric aeolic) δοξαστά̱ς , δοξαστός matter of opinion fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορθοδοξαστής — ὀρθοδοξαστής, ὁ (Α) αυτός που έχει ορθή γνώμη για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + δοξαστής «αυτός που έχει κάποια γνώμη»] … Dictionary of Greek