δοξαστικός — forming opinions masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοξαστικός — ή, ό (AM δοξαστικός, ή, όν) μσν. νεοελλ. 1. αυτός με τον οποίο δοξάζει, εξυμνεί κάποιος, υμνητικός 2. το ουδ. ως ουσ. το δοξαστικό(ν) ιδιόμελο, συνήθως, τροπάριο τού όρθρου, τής λιτής και τού εσπερινού, στο οποίο προτάσσεται ο στίχος «δόξα Πατρὶ… … Dictionary of Greek
δοξαστικός — ή, ό αυτός που εξυμνεί, εγκωμιάζει: Δοξαστικό ποίημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δοξαστικά — δοξαστικός forming opinions neut nom/voc/acc pl δοξαστικά̱ , δοξαστικός forming opinions fem nom/voc/acc dual δοξαστικά̱ , δοξαστικός forming opinions fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοξαστικῶν — δοξαστικός forming opinions fem gen pl δοξαστικός forming opinions masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοξαστικόν — δοξαστικός forming opinions masc acc sg δοξαστικός forming opinions neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοξαστικαῖς — δοξαστικός forming opinions fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοξαστικαί — δοξαστικός forming opinions fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοξαστικοῖς — δοξαστικός forming opinions masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοξαστικοί — δοξαστικός forming opinions masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοξαστικοῦ — δοξαστικός forming opinions masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)