- δοξαστός
δοξαστός, vorstellbar, Plat. Rep. V, 578 b u. A. – berühmt, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δοξαστός, vorstellbar, Plat. Rep. V, 578 b u. A. – berühmt, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δοξαστός — matter of opinion masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοξαστός — ή, ό (AM δοξαστός, ή, όν) ένδοξος, δοξασμένος αρχ. 1. αυτός που προέρχεται από δοξασία (αντίθετα προς τον νοητό) 2. που προέρχεται από εικασία, από υπόθεση (αντίθετα προς τον ορατό) … Dictionary of Greek
δοξαστόν — δοξαστός matter of opinion masc acc sg δοξαστός matter of opinion neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοξαστοῖς — δοξαστός matter of opinion masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοξαστῆς — δοξαστός matter of opinion fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοξαστή — δοξαστός matter of opinion fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοξαστῶς — δοξαστός matter of opinion adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοξαστῷ — δοξαστός matter of opinion masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοξαστά — δοξαστά̱ , δοξαστής one who forms opinions masc nom/voc/acc dual δοξαστής one who forms opinions masc voc sg δοξαστής one who forms opinions masc nom sg (epic) δοξαστός matter of opinion neut nom/voc/acc pl δοξαστά̱ , δοξαστός matter of opinion… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυδόξαστος — ον, Α πολύ δοξασμένος, πολύ ξακουστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δοξαστός (< δοξάζω), πρβλ. α δόξαστος] … Dictionary of Greek
δοξαστῶν — δοξαστής one who forms opinions masc gen pl δοξαστός matter of opinion fem gen pl δοξαστός matter of opinion masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)