- δοξασμός
δοξασμός, ὁ, das Meinen, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δοξασμός, ὁ, das Meinen, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δοξασμός — ο (AM δοξασμός) δοξολογία νεοελλ. η επίτευξη δόξας αρχ. διαμόρφωση γνώμης … Dictionary of Greek
δοξασμοῦ — δοξασμός formation of opinions masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοξασμόν — δοξασμός formation of opinions masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοδοξία — θεοδοξία, ἡ (Α) ο δοξασμός τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + δοξία (< δοξος < δοκώ), κατά τα ά δοξος > α δοξία. ορθό δοξος > ορθο δοξία] … Dictionary of Greek