- δογματιστής
δογματιστής, ὁ, der einen Lehrsatz aufstellt, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δογματιστής, ὁ, der einen Lehrsatz aufstellt, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δογματιστής — ο (AM δογματιστής) [δογματίζω] 1. οπαδός και υπερασπιστής τών δογμάτων τής πίστεως (ιδίως τής χριστιανικής) 2. αυτός που πιστεύει, υποστηρίζει δόγματα, διδάσκει με δόγματα νεοελλ. 1. οπαδός τής θεωρίας τού δογματισμού 2. αυτός που μιλά δογματικά … Dictionary of Greek
δογματιστής — ο 1. οπαδός του δογματισμού. 2. αυτός που εκφράζεται δογματικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
dogmatista — ► sustantivo masculino femenino TEOLOGÍA Persona que sostiene ideas opuestas a la doctrina católica y las enseña como dogmas. * * * dogmatista n. Persona que sostiene ideas opuestas a la doctrina *católica y las enseña como dogmas. * * *… … Enciclopedia Universal
dogmatista — (Del lat. dogmatistes, y este del gr. δογματιστής). com. Persona que sustenta o introduce nuevas opiniones, enseñándolas como dogmas, contra la verdad de la religión católica … Diccionario de la lengua española