- δοκιμή
δοκιμή, ἡ, Prüfung, Probe, N. T., Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δοκιμή, ἡ, Prüfung, Probe, N. T., Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δοκιμή — proof fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
.δοκιμή — Infobox Top level domain name=.δοκιμή background=#D2B48C introduced=? type=Proposed generic top level domain status=? registry=? sponsor= intendeduse=Greek communities actualuse=? restrictions=? structure=? document=? disputepolicy=? website=http … Wikipedia
δοκιμή — η 1. έλεγχος, εξέταση της ποιότητας ή της ιδιότητας: Πάντα κάνω μια δοκιμή στο φαγητό την ώρα που μαγειρεύω. 2. απόπειρα, προσπάθεια: Κάνε μια δοκιμή για την άσκηση. 3. πρόβα: Πήγε για δοκιμή του καινούριου σακακιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δοκιμή — η (AM δοκιμή) [δόκιμος] 1. δοκιμασία, εξέταση, έλεγχος 2. απόδειξη νεοελλ. 1. δοκιμαστική εκτέλεση συναυλίας, θεατρικού έργου κ.λπ. για την αρτιότερη προετοιμασία του, πρόβα 2. έλεγχος ενδυμάτων, υποδημάτων κ.λπ. από τον αγοραστή για την… … Dictionary of Greek
δοκιμῇ — δοκιμάζω assay fut ind mid 2nd sg (doric) δοκιμάζω assay fut ind act 3rd sg (doric) δοκιμή proof fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμῆι — δοκιμῇ , δοκιμάζω assay fut ind mid 2nd sg (doric) δοκιμῇ , δοκιμάζω assay fut ind act 3rd sg (doric) δοκιμῇ , δοκιμή proof fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμέων — δοκιμή proof fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμήν — δοκιμή proof fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πείρα — η / πεῑρα, ιων. τ. πείρη, αιολ. τ. πέρρα, ΝΜΑ η πράξη και το αποτέλεσμα τού πειρώμαι, η δοκιμή, η δοκιμασία, η γνώση που αποκτήθηκε έπειτα από δοκιμή στην πράξη, η εμπειρία («πεῑρά τοι μαθήσιος ἀρχά», Αλκμ.) νεοελλ. 1. καθετί που πέφτει στην… … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
ατομική βόμβα — Καταστροφικό όπλο, το οποίο χρησιμοποιεί την ενέργεια που παράγεται από μια πυρηνική αντίδραση. Συνήθως ο όρος α.β. αναφέρεται στις βόμβες που χρησιμοποιούν ενέργεια της σχάσης (λεγόμενες βόμβες Α), ενώ οι βόμβες που χρησιμοποιούν την ενέργεια… … Dictionary of Greek