δογματικός

δογματικός

δογματικός, der Lehrsätze aufstellt und daraus etwas herleitet, damit lehrt, im Ggstz des ἐμπειρικός; auch was in strenger Form eines Lehrsatzes aufgestellt wird, Sext. Emp, Gal. u. Sp. Auch im adv.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δογματικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δογματικός — ή, ό (AM δογματικός, ή, όν) [δόγμα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα δόγματα (θρησκευτικά, φιλοσοφικά κ.λπ.) 2. (φιλοσ.) αυτός που υποστηρίζει τη βεβαιότητα τής γνώσεως τών πραγμάτων («δογματικοί φιλόσοφοι, διάλογοι») νεοελλ. 1. εκείνος τού… …   Dictionary of Greek

  • δογματικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που αναφέρεται στο δόγμα: Δογματικές αντιθέσεις. 2. αυτός που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση: Οι απόψεις του είναι δογματικές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δογματικά — δογματικός of neut nom/voc/acc pl δογματικά̱ , δογματικός of fem nom/voc/acc dual δογματικά̱ , δογματικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δογματικώτερον — δογματικός of adverbial comp δογματικός of masc acc comp sg δογματικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δογματικῶν — δογματικός of fem gen pl δογματικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δογματικόν — δογματικός of masc acc sg δογματικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δογματικώτατα — δογματικός of adverbial superl δογματικός of neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δογματικώτατον — δογματικός of masc acc superl sg δογματικός of neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δογματικαῖς — δογματικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δογματικαί — δογματικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”