δοκιμασία

δοκιμασία

δοκιμασία, , Prüfung, Untersuchung; nach B. A. 235 ἡ κατὰ τῶν στρατηγῶν καὶ τῶν ἀρχόντων καὶ τῶν ῥητόρων ἐξέτασις, ob sie den gesetzlichen Bestimmungen über Geburt, Vermögen u. dgl. genügen, um ein solches Amt zu verwalten. In Athen fand solche δοκιμασία Statt – a) bes. bei den jungen Leuten, welche in die Bürgerrolle eingetragen wurden, Dem. 57, 42. Nach B. A. a. a. O. δοκιμάζονται οἱ ἐφ' ἡλικίας όρφανοί, εἰ δύνανται τὰ πατρῷα παρὰ τῶν ἐπιτρόπων ἀπολαμβάνειν. – b) bei den Beamten, die nach der Wahl stattfindet und sich darauf bezieht, ob der Kandidat auch das vollständige Bürgerrecht besitzt u. keiner dasselbe beeinträchtigenden Anklage unterworfen ist; τῶν στρατηγῶν Lys. 15, 2; vgl. 16, 9; περὶ τῶν δοκιμασιῶν νόμος 26, 9; δοκιμασίαν ἐπαγγέλλειν τινί Aesch. 1, 2, was B. A. 185 u. 241 erkl. wird: καταγγέλλειν δίκην ἑταιρήσεώς τινα. – Auch die Ritter waren einer solchen Controle unterworfen, Xen. Oec. 9, 15; Hipparch. 3, 9. Dah. auch = Musterung.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δοκιμασία — δοκιμασίᾱ , δοκιμασία examination fem nom/voc/acc dual δοκιμασίᾱ , δοκιμασία examination fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκιμασία — η (AM δοκιμασία) [δοκιμάζω] εξέταση, έλεγχος, έρευνα για έγκριση μσν. νεοελλ. 1. δοκιμή, απόπειρα 2. ταλαιπωρία, βάσανο νεοελλ. 1. φρ. «γραπταί δοκιμασίαι» εξετάσεις για να κριθεί η κατάταξη, προαγωγή, απόλυση μαθητών 2. «ηπατικές δοκιμασίες»… …   Dictionary of Greek

  • δοκιμασίᾳ — δοκιμασίαι , δοκιμασία examination fem nom/voc pl δοκιμασίᾱͅ , δοκιμασία examination fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκιμασία — η 1. έλεγχος της ποιότητας, εξέταση: Όλοι οι σπουδαστές περνούν από τελική δοκιμασία. 2. επώδυνο γεγονός, συμφορά: Η δοκιμασία που πέρασε με την υγεία του, τον τσάκισε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ελεγχόμενη δοκιμασία — Μέθοδος εκτίμησης της αξίας ενός φαρμάκου ή άλλης θεραπείας, με την παρακολούθηση των αποτελεσμάτων τους σε σύγκριση με εκείνα άλλου φαρμάκου ή θεραπείας …   Dictionary of Greek

  • κλινική δοκιμασία — Μελέτη ομάδας ασθενών, η οποία παρακολουθείται με προσοχή, προκειμένου να αξιολογηθούν η αποτελεσματικότητα και η ασφάλεια μιας θεραπείας …   Dictionary of Greek

  • δοκιμασίας — δοκιμασίᾱς , δοκιμασία examination fem acc pl δοκιμασίᾱς , δοκιμασία examination fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκιμασίαι — δοκιμασία examination fem nom/voc pl δοκιμασίᾱͅ , δοκιμασία examination fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ДОКИМАСИЯ —    • Δοκιμασία,          разбор и проверка чьих либо прав на занятие известного положения в государстве или в народной общине. Подобная Д. применялась, напр., при занесении в список граждан, ληξιαρχικόν, причем разбирали, имеет ли подлежащее лицо …   Реальный словарь классических древностей

  • δοκιμασίαν — δοκιμασίᾱν , δοκιμασία examination fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκιμασιῶν — δοκιμασία examination fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”