δοκιμασία — δοκιμασίᾱ , δοκιμασία examination fem nom/voc/acc dual δοκιμασίᾱ , δοκιμασία examination fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμασία — η (AM δοκιμασία) [δοκιμάζω] εξέταση, έλεγχος, έρευνα για έγκριση μσν. νεοελλ. 1. δοκιμή, απόπειρα 2. ταλαιπωρία, βάσανο νεοελλ. 1. φρ. «γραπταί δοκιμασίαι» εξετάσεις για να κριθεί η κατάταξη, προαγωγή, απόλυση μαθητών 2. «ηπατικές δοκιμασίες»… … Dictionary of Greek
δοκιμασίᾳ — δοκιμασίαι , δοκιμασία examination fem nom/voc pl δοκιμασίᾱͅ , δοκιμασία examination fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμασία — η 1. έλεγχος της ποιότητας, εξέταση: Όλοι οι σπουδαστές περνούν από τελική δοκιμασία. 2. επώδυνο γεγονός, συμφορά: Η δοκιμασία που πέρασε με την υγεία του, τον τσάκισε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ελεγχόμενη δοκιμασία — Μέθοδος εκτίμησης της αξίας ενός φαρμάκου ή άλλης θεραπείας, με την παρακολούθηση των αποτελεσμάτων τους σε σύγκριση με εκείνα άλλου φαρμάκου ή θεραπείας … Dictionary of Greek
κλινική δοκιμασία — Μελέτη ομάδας ασθενών, η οποία παρακολουθείται με προσοχή, προκειμένου να αξιολογηθούν η αποτελεσματικότητα και η ασφάλεια μιας θεραπείας … Dictionary of Greek
δοκιμασίας — δοκιμασίᾱς , δοκιμασία examination fem acc pl δοκιμασίᾱς , δοκιμασία examination fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμασίαι — δοκιμασία examination fem nom/voc pl δοκιμασίᾱͅ , δοκιμασία examination fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ДОКИМАСИЯ — • Δοκιμασία, разбор и проверка чьих либо прав на занятие известного положения в государстве или в народной общине. Подобная Д. применялась, напр., при занесении в список граждан, ληξιαρχικόν, причем разбирали, имеет ли подлежащее лицо … Реальный словарь классических древностей
δοκιμασίαν — δοκιμασίᾱν , δοκιμασία examination fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμασιῶν — δοκιμασία examination fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)