δοκιμαστής — examiner masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμαστής — ο (AM δοκιμαστής) [δοκιμάζω] αυτός που δοκιμάζει, ελέγχει, εξετάζει νεοελλ. 1. αυτός που γεύεται μικρή ποσότητα ποτών ή τροφίμων για να ελέγξει την ποιότητα 2. κολιμπρί τής τροπικής Αμερικής τής οικογένειας τών τροχιλιδών μσν. αυτός στον οποίο… … Dictionary of Greek
δοκιμαστῆς — δοκιμαστός approved fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμασταῖς — δοκιμαστής examiner masc dat pl δοκιμαστός approved fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμασταί — δοκιμαστής examiner masc nom/voc pl δοκιμαστός approved fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμαστοῦ — δοκιμαστής examiner masc gen sg δοκιμαστός approved masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμαστῇ — δοκιμαστής examiner masc dat sg (attic epic ionic) δοκιμαστός approved fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμαστήν — δοκιμαστής examiner masc acc sg (attic epic ionic) δοκιμαστός approved fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμαστά — δοκιμαστά̱ , δοκιμαστής examiner masc nom/voc/acc dual δοκιμαστής examiner masc voc sg δοκιμαστής examiner masc nom sg (epic) δοκιμαστός approved neut nom/voc/acc pl δοκιμαστά̱ , δοκιμαστός approved fem nom/voc/acc dual δοκιμαστά̱ , δοκιμαστός… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
δοκιμαστάς — δοκιμαστά̱ς , δοκιμαστής examiner masc acc pl δοκιμαστά̱ς , δοκιμαστής examiner masc nom sg (epic doric aeolic) δοκιμαστά̱ς , δοκιμαστός approved fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)