- δοκιμαστήριος
δοκιμαστήριος, zum Prüfen gehörig; τὸ δοκιμαστήριον, = δοκιμεῖον, Artemid. 4, 27; Liban.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δοκιμαστήριος, zum Prüfen gehörig; τὸ δοκιμαστήριον, = δοκιμεῖον, Artemid. 4, 27; Liban.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δοκιμαστήριος — δοκιμαστήριος, ον (Μ) ο κατάλληλος ή χρήσιμος για δοκιμασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοκιμάζω + (κατάλ.) τήριος] … Dictionary of Greek