δοκιμαστήρ

δοκιμαστήρ

δοκιμαστήρ, ῆρος, ὁ, = δοκιμαστής, Pol. Exc. 25, 8, 5.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δοκιμαστῆρας — δοκιμαστήρ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκιμαστῆρες — δοκιμαστήρ masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκιμαστήρων — δοκιμαστήρ masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκιμαστήρας — ο (Α δοκιμαστήρ) [δοκιμάζω] νεοελλ. 1. όργανο με το οποίο δοκιμάζεται η αντοχή τών μετάλλων 2. όργανο με το οποίο γίνεται δοκιμασία, εξέταση υλικών, τροφίμων κ.λπ. αρχ. ο δοκιμαστής …   Dictionary of Greek

  • δοκιμαστήριο — το (Α δοκιμαστήριον) [δοκιμαστήρ] νεοελλ. ειδικός χώρος για δοκιμή (κυρίως) ενδυμάτων αρχ. μέσο για να διεξαχθεί δοκιμή ή εξέταση …   Dictionary of Greek

  • ευναστήρ — εὐναστήρ, ῆρος, ὁ, θηλ. εὐνάστειρα (Α) 1. ευνητήρ*, σύνευνος, σύζυγος 2. αυτός που χρησιμεύει ως άγκυρα («τρητόν λίθον εὐναστῆρα», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευνάζω + κατάλ. τηρ (πρβλ. δοκιμάζω / δοκιμαστήρ, κολάζω / κολαστήρ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”