- δοκιμεῖον
δοκιμεῖον, τό, Mittel, mit dem man etwas untersucht und prüft, Plat. Tim. 65 c, nach Bekker; Inscr. 1570.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δοκιμεῖον, τό, Mittel, mit dem man etwas untersucht und prüft, Plat. Tim. 65 c, nach Bekker; Inscr. 1570.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δοκιμεῖον — test neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Docimium — Docimium, Docimia or Docimeium (Greek: Δοκίμια and Δοκίμειον) was an ancient city of Phrygia, Asia Minor where there were famous marble quarries.[1] It remains a Roman Catholic titular see. History This city, as appears from its coins – which… … Wikipedia
DOCIMAEUM — urbs Phrygiae magnae. Steph. ad fontes Hermi et Sangarii fluv. 40. mill. a Sinnada in Circ. 30. ab Eucarpia. Baudr. Graece Δοκίμειον, Scalig. Docimeum. Incolae Docimenses aut Docimeni Steph. Δοκιμηνοὶ, apud Salmas. Not. ad Capitolin. in Marco.… … Hofmann J. Lexicon universale
δοκιμείο — το (Α δοκιμεΐον και δοκίμιον) [δόκιμος] νεοελλ. τόπος όπου γίνονται δοκιμές αρχ. 1. κριτήριο, μέσο δοκιμής 2. δείγμα μετάλλου που πρόκειται να εξεταστεί 3. απόδειξη, τεκμήριο … Dictionary of Greek
δοκιμίοισιν — δοκίμιος masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) δοκιμεῖον test neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμίου — δοκίμιος masc/neut gen sg δοκιμεῖον test neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμίῳ — δοκίμιος masc/neut dat sg δοκιμεῖον test neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκίμια — δοκίμιος neut nom/voc/acc pl δοκιμεῖον test neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκίμιον — δοκίμιος masc acc sg δοκίμιος neut nom/voc/acc sg δοκιμεῖον test neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)