- δοκιμόω
δοκιμόω, = δοκιμάζω; Pherecyd. bei D. L. 1, 122.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δοκιμόω, = δοκιμάζω; Pherecyd. bei D. L. 1, 122.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δοκιμοῦν — δοκιμόω pres part act masc voc sg δοκιμόω pres part act neut nom/voc/acc sg δοκιμόω pres inf act (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμῶμι — δοκιμόω pres subj act 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμώσητε — δοκιμόω aor subj act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμῶ — δοκιμάζω assay fut ind act 1st sg (attic epic ionic) δοκιμόω pres subj act 1st sg δοκιμόω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκίμου — δόκιμος acceptable masc/fem/neut gen sg δοκιμόω pres imperat act 2nd sg δοκιμόω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκίμω — δόκιμος acceptable masc/fem/neut nom/voc/acc dual δόκιμος acceptable masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) δοκιμόω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) δοκιμόω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκίμων — δόκιμος acceptable masc/fem/neut gen pl δοκιμόω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) δοκιμόω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραδοκιμοῦντα — παρά δοκιμάω pres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric ionic) παρά δοκιμάω pres part act masc acc sg (attic epic doric ionic) παρά δοκιμόω pres part act neut nom/voc/acc pl παρά δοκιμόω pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμώσῃς — δοκιμάζω assay fut part act fem dat pl (epic) δοκιμόω aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκίμους — δόκιμος acceptable masc/fem acc pl δοκιμόω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκίμως — δόκιμος acceptable adverbial δόκιμος acceptable masc/fem acc pl (doric) δοκιμόω imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)