δοκιμότης

δοκιμότης

δοκιμότης, ητος, ἡ, Bewährtheit, Chrysost.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δοκιμότητα — η (AM δοκιμότης) [δόκιμος] η ιδιότητα τού δόκιμου, ικανότητα, αξία αρχ. μσν. γνησιότητα, καθαρότητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”