- δοκιμαστός
δοκιμαστός, erprobt, bewährt, D. L. 7, 105 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δοκιμαστός, erprobt, bewährt, D. L. 7, 105 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δοκιμαστός — δοκιμαστός, ή, όν (AM) [δοκιμάζω] αυτός που έχει δοκιμασμένη, αναγνωρισμένη ικανότητα … Dictionary of Greek
δοκιμαστόν — δοκιμαστός approved masc acc sg δοκιμαστός approved neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμαστῆς — δοκιμαστός approved fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμαστή — δοκιμαστός approved fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμαστά — δοκιμαστά̱ , δοκιμαστής examiner masc nom/voc/acc dual δοκιμαστής examiner masc voc sg δοκιμαστής examiner masc nom sg (epic) δοκιμαστός approved neut nom/voc/acc pl δοκιμαστά̱ , δοκιμαστός approved fem nom/voc/acc dual δοκιμαστά̱ , δοκιμαστός… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμασταῖς — δοκιμαστής examiner masc dat pl δοκιμαστός approved fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμασταί — δοκιμαστής examiner masc nom/voc pl δοκιμαστός approved fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμαστοῦ — δοκιμαστής examiner masc gen sg δοκιμαστός approved masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμαστάς — δοκιμαστά̱ς , δοκιμαστής examiner masc acc pl δοκιμαστά̱ς , δοκιμαστής examiner masc nom sg (epic doric aeolic) δοκιμαστά̱ς , δοκιμαστός approved fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμαστῇ — δοκιμαστής examiner masc dat sg (attic epic ionic) δοκιμαστός approved fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμαστήν — δοκιμαστής examiner masc acc sg (attic epic ionic) δοκιμαστός approved fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)