βαθύ-γεως

βαθύ-γεως

βαθύ-γεως, att. Form für βαϑύ-γειος, Theophr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μελάγγειος — μελάγγειος, ον και μελάγγεως, ων (ΑM, Α και μελανόγειος και ιων. τ. μελάγγαιος, ον) (για τόπους, περιοχές, χώρες) αυτός που έχει μαύρο και παχύ, εύφορο χώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + γειος / γεως / γαιος (για τη μορφή τού β συνθετικού βλ. λ.… …   Dictionary of Greek

  • λιπόγεως — λιπόγεως, ων (Α) αυτός που έχει έλλειψη γης, που στερείται γης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + γεως (άλλη μορφή στην ιων. αττ. τού θ. τής λ. γῆ*), πρβλ. βαθύ γεως, λεπτό γεως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”