βαθύ-ζωνος

βαθύ-ζωνος

βαθύ-ζωνος (ζώνη), von Frauen, tief gegürtet, nicht unter der Brust, sondern an den Hüften, so daß das Gewand tiefere, vollere Falten schlug, wie die Ionierinnen sich trugen, s. Böckh Explic. Pind. Ol. 3, 35; Iliad. 9, 594 Od. 3, 154; Aesch. Ch. 167; Pind. I. 5, 71 u. öfter; übh. prachtvoll gekleidet.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιόζωνος — ἰόζωνος, ον (Α) 1. αυτός που έχει ζώνη με χρώμα ίου 2. (κατά τον Ησύχ.) «πορφυρόζωνος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + ζωνος (< ζώνη), πρβλ. βαθύ ζωνος, πορφυρό ζωνος] …   Dictionary of Greek

  • καλλίζωνος — η, ο (Α καλλίζωνος, ον) αυτός που φορά ωραία ζώνη («καλλίζωνοί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. αυτός που έχει λεπτή μέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + ζωνος (< ζώνη), πρβλ. βαθύ ζωνος, εύ ζωνος] …   Dictionary of Greek

  • λυσίζωνος — λυσίζωνος, ον (Α) 1. αυτός που λύνει τη ζώνη 2. (για νύφη) αυτή που καταθέτει, που αφιερώνει την παρθενική ζώνη στην Άρτεμι 3. (για στρατιώτη) αυτός που αποθέτει την πανοπλία, άοπλος 4. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Λυσίζωνος α) επίκληση τής Αρτέμιδος …   Dictionary of Greek

  • μελάνζωνος — μελάνζωνος, ον (Μ) αυτός που φορά μαύρη ζώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + ζώνη (πρβλ. βαθύ ζωνος, καλλί ζωνος)] …   Dictionary of Greek

  • οιόζωνος — οἰόζωνος, ον (Α) αυτός που ταξιδεύει μόνος, μονόζωνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + ζωνος (< ζώνη), πρβλ. βαθύ ζωνος] …   Dictionary of Greek

  • πολύζωνος — ον, Α φρ. «πολύζωνος λίθος» πολύτιμος λίθος που έχει πολλές ζώνες, πολλές φλέβες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ζωνος (< ζώνη), πρβλ. βαθύ ζωνος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”