ιόζωνος — ἰόζωνος, ον (Α) 1. αυτός που έχει ζώνη με χρώμα ίου 2. (κατά τον Ησύχ.) «πορφυρόζωνος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + ζωνος (< ζώνη), πρβλ. βαθύ ζωνος, πορφυρό ζωνος] … Dictionary of Greek
καλλίζωνος — η, ο (Α καλλίζωνος, ον) αυτός που φορά ωραία ζώνη («καλλίζωνοί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. αυτός που έχει λεπτή μέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + ζωνος (< ζώνη), πρβλ. βαθύ ζωνος, εύ ζωνος] … Dictionary of Greek
λυσίζωνος — λυσίζωνος, ον (Α) 1. αυτός που λύνει τη ζώνη 2. (για νύφη) αυτή που καταθέτει, που αφιερώνει την παρθενική ζώνη στην Άρτεμι 3. (για στρατιώτη) αυτός που αποθέτει την πανοπλία, άοπλος 4. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Λυσίζωνος α) επίκληση τής Αρτέμιδος … Dictionary of Greek
μελάνζωνος — μελάνζωνος, ον (Μ) αυτός που φορά μαύρη ζώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + ζώνη (πρβλ. βαθύ ζωνος, καλλί ζωνος)] … Dictionary of Greek
οιόζωνος — οἰόζωνος, ον (Α) αυτός που ταξιδεύει μόνος, μονόζωνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + ζωνος (< ζώνη), πρβλ. βαθύ ζωνος] … Dictionary of Greek
πολύζωνος — ον, Α φρ. «πολύζωνος λίθος» πολύτιμος λίθος που έχει πολλές ζώνες, πολλές φλέβες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ζωνος (< ζώνη), πρβλ. βαθύ ζωνος] … Dictionary of Greek