- βαθύ-κρημνος
βαθύ-κρημνος, tief abschüssig. ἀκταί Pind. N. 9, 40; νῆσος Dion. Per. 618; ἅλς, mit steilen Uferabhängen, Pind. I. 3, 74.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαθύ-κρημνος, tief abschüssig. ἀκταί Pind. N. 9, 40; νῆσος Dion. Per. 618; ἅλς, mit steilen Uferabhängen, Pind. I. 3, 74.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύκρημνος — ον, ΜΑ (για τόπο) αυτός που έχει πολλούς γκρεμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κρημνος (< κρημνός «γκρεμός, φαράγγι»), πρβλ. βαθύ κρημνος, υψί κρημνος) … Dictionary of Greek
φιλόκρημνος — ον, Α (για κατσίκες) αυτός που συνηθίζει να πηγαίνει σε κρημνώδεις τόπους, σε απόκρημνα μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κρημνός (πρβλ. βαθύ κρημνος)] … Dictionary of Greek