- βαθύ-γειος
βαθύ-γειος (γῆ), von tiefem Erdreich, fruchtbar, Callim. Ap. 65; Diod. Sic. 20, 109.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαθύ-γειος (γῆ), von tiefem Erdreich, fruchtbar, Callim. Ap. 65; Diod. Sic. 20, 109.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελάγγειος — μελάγγειος, ον και μελάγγεως, ων (ΑM, Α και μελανόγειος και ιων. τ. μελάγγαιος, ον) (για τόπους, περιοχές, χώρες) αυτός που έχει μαύρο και παχύ, εύφορο χώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + γειος / γεως / γαιος (για τη μορφή τού β συνθετικού βλ. λ.… … Dictionary of Greek
χαμαίγειος — ον, Μ 1. επίγειος 2. ταπεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + γειος (< γῆ), πρβλ. βαθύ γειος, κατά γειος] … Dictionary of Greek